- πέρας
- το, ΝΜΑ, επικ. τ. πεῑραρ και ιων. τ. πεῑρας, -ατος, Α1. τοπ. τέλος, τέρμα2. στον πληθ. τα πέρατα(για τη γη, τη θάλασσα ή τον κόσμο) τα έσχατα όρια («απ' τού κόσμου όλα τα πέρατα», Σολωμ.)3. χρον. τελείωμα (α. «το πέρας τής εβδομάδας» β. «πέρας ἅπασιν ἀνθρώποις ἐστὶ τοῡ βίου θάνατος», Δημοσθ.)4. μτφ. σταμάτημανεοελλ.1. αποπεράτωση («μετά το πέρας τών εργασιών»)2. φρ. α) «φέρω κάτι σε πέρας» — τό αποπερατώνωβ) «φέρω κάτι σε αίσιο πέρας» — τελειώνω κάτι με επιτυχίαγ) «πέρας ανώτερο»μαθημ. το ελάχιστο άνω φράγμαδ) «πέρας κατώτερο»μαθημ. το μέγιστο κάτω φράγμαμσν.«ἐκ περάτων» — από τα άκρα τής οικουμένηςμσν.-αρχ.1. σκοπός, επιδίωξη2. (ιδίως για προφητεία) πραγματοποίησηαρχ.1. (για πράγματα) τελειοποίηση, το άκρον άωτον2. η ύπατη εξουσία σε κάτι («[οἱ]τὸ πέρας ἔχοντες τῶν ἐν τῇ πόλει ἁπάντων δικαίων», Δείν.)3. (ως φιλοσ. όρος) α) (με χρον. σημ.) τα όρια κάθε πεπερασμένου πράγματος, δηλ. η αρχή και το τέλοςβ) το πεπερασμένο σε αντιδιαστολή προς το άπειρογ) στον πληθ. (σχετικά με τα άτομα τής ύλης) τα εξωτερικά τους όρια4) (στην ηθική) η τελειότητα («τὸ τῶν ἀγαθῶν πέρας», Επίκ.)5. φρ. α) «πέρας δ' οὖν» — επιτέλους λοιπόνβ) «πέρας ἔχω» — φτάνω σε κάποιο τέλος, περαίνομαιγ) «πέρας λαμβάνω» — παίρνω τέλος, τελειώνωδ) «πέρας ἐπιτίθημί τινι» — θέτω τέλος σε κάτι, τό τελειώνωε) «ἐν πέρατί εἰμι» — βρίσκομαι κοντά στο τέλος, δηλ. κοντά στην ολοκλήρωση κάποιου πράγματος, κοντεύω να τελειώσω κάτι6. (ως επίρρ.) α) τελικά, τέλοςβ) στα τελευταίαγ) για να τελειώνουμε, χωρίς πολλά λόγια.[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαιότερος τού συστήματος είναι ο επικ. τ. πεῖραρ (< *περF-αρ, με αντέκταση) που ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *per- «διαπερνώ, διατρυπώ, διέρχομαι» (πρβλ. πείρω, πέρνημι) με παρέκταση -r Η υγρή παρέκταση σε άλλους τ. εναλλάσσεται με έρρινη παρέκταση -η- (πρβλ. απείρων και περαίνω < *περ-αν-jω). Η λ. πεῖραρ συνδέεται με το αρχ. ινδ. parran- «κόμβος, δεσμός, συνάρθρωση, συνένωση, διαίρεση» (πρβλ. τη σημ. τού πεῖραρ «τα άκρα τών σχοινιών, κόμβος, θηλιά») χωρίς αυτό να σημαίνει ότι πρέπει να δεχτούμε για τη λ. πεῖραρ τη σημ. «σχοινί». Οι τ. πεῖρας και πέρας είναι μεθομηρικοί με κατάλ. -ας (πρβλ. τέρας, σέλας)].
Dictionary of Greek. 2013.